Του Κωνσταντίνου Μ. Κοκκινοπλίτη
Η Τεχνητή Νοημοσύνη (TN) αναδιαμορφώνει τον κόσμο μας αλλάζοντας τον τρόπο που ζούμε και εργαζόμαστε επηρεάζοντας ριζικά την καθημερινότητά μας και μετασχηματίζοντας πολλούς τομείς όπως η ιατρική και η ψυχαγωγία.
Ωστόσο, πίσω από αυτές τις εντυπωσιακές δυνατότητες αρχίζει να διαφαίνεται το ζήτημα των συνεχώς αυξανόμενων ενεργειακών απαιτήσεων της ΤΝ. Καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορούμε να διαχειριστούμε τις περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις, οι οποίες απειλούν να διευρύνουν τις παγκόσμιες ανισότητες.
Η εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης έχει δημιουργήσει πρωτοφανείς ανάγκες για ενεργειακούς πόρους.
Η εκπαίδευση και λειτουργία μεγάλων γλωσσικών μοντέλων (Large Language Models – LLMs) όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία γλώσσας και την αναγνώριση εικόνων και άλλων αλγορίθμων TN, απαιτεί μεγάλης κλίμακας υπολογιστικές υποδομές, οι οποίες καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ενέργειας.
Για παράδειγμα, ένα μεσαίου μεγέθους LLM που εξυπηρετεί ένα εκατομμύριο χρήστες μπορεί να καταναλώσει σε λίγες ώρες όση ενέργεια καταναλώνει ένα μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό σε ένα ολόκληρο έτος. Αυτή η ενεργειακή ένταση της τεχνητής νοημοσύνης αποτελεί μια σοβαρή περιβαλλοντική πρόκληση και θέτει ερωτήματα σχετικά με την βιωσιμότητα της ανάπτυξής της.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική αν λάβουμε υπόψη την ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται η τεχνολογία. Σύμφωνα με τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό TN Epoch, η υπολογιστική ισχύς που αφιερώνεται στην εκπαίδευση μοντέλων TN τετραπλασιάζεται κάθε χρόνο. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2030, η εκπαίδευση των αλγορίθμων μπορεί να απαιτεί έως και 10.000 φορές περισσότερη υπολογιστική ισχύ από τη σημερινή. Αυτό σημαίνει ότι για την εκπαίδευση ενός μοντέλου ΤΝ θα απαιτείται 200 φορές περισσότερη ενέργεια, ή περίπου 6 Gigawatts. Αυτό ισοδυναμεί με περίπου το 30% της ενέργειας που καταναλώνουν όλα τα κέντρα δεδομένων σήμερα.
Για να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις, οι εταιρείες κατασκευάζουν τεράστια κέντρα δεδομένων, τα οποία απαιτούν ενέργεια όχι μόνο για τη λειτουργία τους αλλά και για τα πολύπλοκα συστήματα ψύξης τους. Αυτά τα κέντρα, τα οποία μοιάζουν με τεχνολογικούς γίγαντες που καταβροχθίζουν συνεχώς πόρους, καταδεικνύουν την ανάγκη για ενέργεια σε κάθε αλληλεπίδραση με την TN. Κάθε φορά που κάνουμε μια απλή ερώτηση ή ζητάμε μια μετάφραση, αλληλεπιδράμε με τα ενεργοβόρα συστήματα που βρίσκονται πίσω από αυτά τα δεδομένα.
Συνεπώς, αυτή η συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη για ενέργεια δεν είναι απλώς ένα τεχνικό πρόβλημα. Είναι μια υπαρξιακή πρόκληση για το πώς θέλουμε να χρησιμοποιούμε την τεχνολογία στον κόσμο μας.
Η πρώτη συνέπεια των ενεργειακών απαιτήσεων της Τεχνητής Νοημοσύνης, αφορά στο περιβαλλοντικό κόστος, το οποίο δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.
Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να παράγεται από ορυκτά καύσιμα, η αυξημένη χρήση των οποίων συμβάλλει σημαντικά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, επιταχύνοντας την κλιματική αλλαγή.
Παρά τις φιλόδοξες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από εταιρείες όπως η Google και η Microsoft, η ταχύτατη ανάπτυξη της TN φαίνεται να ξεπερνά αυτές τις προσπάθειες. Ακόμη και οι προσπάθειες για την αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει μια πιο βιώσιμη λύση, παραμένουν σε πρώιμο στάδιο και απέχουν χρόνια από την ευρεία εφαρμογή. Οι απτές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, από την αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων μέχρι την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, καθιστούν την αντιμετώπιση του ενεργειακού ζητήματος επείγουσα.
Η περίπλοκη φύση του ενεργειακού σκέλους του προβλήματος οδηγεί στην οικονομική συνέπεια του: ποιος μπορεί να επωφεληθεί από αυτήν την τεχνολογία; Η ανάπτυξη και λειτουργία των μοντέλων ΤΝ απαιτούν δαπανηρή υποδομή και τεράστια ποσότητα ενέργειας, κάτι που είναι προσιτό κυρίως σε χώρες και εταιρείες με άφθονους επενδυτικούς πόρους.
Χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα πρωτοστατούν στην ανάπτυξη της τεχνολογίας χάρη στους οικονομικούς τους πόρους και την ισχυρή τους υποδομή, σε αντίθεση με μικρότερες χώρες χωρίς τα απαραίτητα μέσα. Η αντίθεση αυτή τείνει να διευρύνει το ψηφιακό χάσμα, επηρεάζοντας την πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες και ευκαιρίες.
Αντίστοιχα, εταιρίες με τεχνολογικό προβάδισμα τείνουν τόσο να έχουν περισσότερους πόρους για έρευνα σε νέες τεχνολογίες, αφήνοντας πολύ πίσω τις προσπάθειες νέων εταιριών στην κούρσα του ανταγωνισμού.
Η επίλυση του προβλήματος της ενεργειακής κατανάλωσης από την TN απαιτεί δράση σε πολλαπλά επίπεδα.
Ερευνητές εργάζονται για τη βελτιστοποίηση των αλγορίθμων και της υποδομής, ώστε να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση της τεχνολογίας, και να μειώσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της μέσω έρευνας και υιοθέτησης εναλλακτικών πηγών ενέργειας.
Οι κυβερνήσεις έχουν επίσης σημαντικό ρόλο, ενθαρρύνοντας τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη δημιουργία κέντρων δεδομένων σε περιοχές που χρειάζονται οικονομική ανάπτυξη και διαθέτουν ανανεώσιμους πόρους. Ένα παράδειγμα επιτυχημένης πρωτοβουλίας είναι η επένδυση στη χρήση ηλιακής και αιολικής ενέργειας από τη Σουηδία για την τροφοδότηση των κέντρων δεδομένων της, γεγονός που έχει μειώσει σημαντικά τις εκπομπές άνθρακα. Επίσης, η Φινλανδία έχει υποστηρίξει τη δημιουργία κέντρων δεδομένων σε ψυχρές περιοχές, όπου οι φυσικές συνθήκες μειώνουν την ανάγκη για ενεργοβόρα συστήματα ψύξης. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν πώς η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη βιώσιμων λύσεων για την ενεργειακή πρόκληση της ΤΝ.
Με τη σωστή υποστήριξη και συντονισμένες προσπάθειες, το ψηφιακό χάσμα μπορεί να μειωθεί. Μικρότερες χώρες μπορούν να αξιοποιήσουν την τεχνολογία TN, επικεντρώνοντας σε συγκεκριμένους τομείς και χρησιμοποιώντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την ανάπτυξή της. Η ενθάρρυνση των επενδύσεων σε τοπικές υποδομές και η ανάπτυξη δεξιοτήτων στους πολίτες μπορούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες που θα επιτρέψουν σε μικρότερες χώρες να συμμετέχουν στον παγκόσμιο τεχνολογικό χάρτη. Αντί να μείνουμε πίσω, μπορούμε να προωθήσουμε τη συνεργασία και την καινοτομία, διασφαλίζοντας ότι οι ευκαιρίες της TN είναι διαθέσιμες σε όλους.
Η ΤΝ έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τη ζωή μας, να λύσει σύνθετα προβλήματα και να αυξήσει την αποδοτικότητα σε πολλούς τομείς. Ωστόσο, το κόστος της, τόσο περιβαλλοντικό όσο και οικονομικό, πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά. Μικρότερες χώρες έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν αυτήν την τεχνολογία, εστιάζοντας στις τοπικές τους δυνατότητες, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και το καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό τους.
Η Ελλάδα, για παράδειγμα, μπορεί να επενδύσει στη χρήση της ηλιακής ενέργειας και να αξιοποιήσει το γεωγραφικό της πλεονέκτημα για την ανάπτυξη βιώσιμων κέντρων δεδομένων. Επιπλέον, μπορεί να αξιοποιήσει το καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της και τα περιφερειακά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, ώστε να γίνει πόλος έλξης για μεγάλες εταιρείες που επιθυμούν να αναπτύξουν την ΤΝ. Πιστεύω ότι η ανάπτυξη τεχνογνωσίας σε τοπικό επίπεδο, μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα και συνεργασίες, είναι ο δρόμος για την Ελλάδα να γίνει πραγματικά ανταγωνιστική στην παγκόσμια τεχνολογική σκηνή, μειώνοντας το ψηφιακό χάσμα και προωθώντας τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η οικοδόμηση ενός μέλλοντος όπου η ΤΝ είναι βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς απαιτεί συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων, ιδιωτικού τομέα και τοπικών κοινοτήτων. Αυτή η συνεργασία είναι το κλειδί για να διασφαλίσουμε ότι τα οφέλη της ΤΝ θα φτάσουν σε όλους και όχι μόνο σε λίγους προνομιούχους.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στο capital.gr στις 05/11/2024.
Προσθήκη νέου σχολίου