Του Κωνσταντίνου Μ. Κοκκινοπλίτη
Στρατηγικά σχέδια υψηλού επιπέδου, όπως η πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, προσφέρουν ένα φιλόδοξο όραμα για την αντιμετώπιση των οικονομικών και τεχνολογικών προκλήσεων. Ενώ οι εκθέσεις αυτές παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες και συχνά προτείνουν τολμηρές λύσεις σε μεγάλα ζητήματα όπως η απανθρακοποίηση, η καινοτομία και η ανταγωνιστικότητα, υπάρχει πάντα ένα σημαντικό κενό. Αυτό είναι η απόσταση ανάμεσα στα φιλόδοξα αυτά σχέδια και την απουσία εξασφαλισμένων πηγών χρηματοδότησης που απαιτούνται για την υλοποίηση των προτεινόμενων παρεμβάσεων.
Για παράδειγμα η έκθεση του προέδρου Ντράγκι, , απαιτεί τεράστιες επενδύσεις ύψους 800 δισ. ευρώ ετησίως, προκειμένου η Ευρώπη να ανακτήσει το χαμένο έδαφος έναντι ανταγωνιστών όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα. Οι προτάσεις του επικεντρώνονται σε τομείς ζωτικής σημασίας για το μέλλον της Ευρώπης όπως η πράσινη ενέργεια, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η καινοτομία και η άμυνα. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός που προκαλούν οι προτάσεις αυτές μετριάζεται από ένα κρίσιμο ερώτημα: Λεφτά υπάρχουν;
Όπως συμβαίνει με πολλές άλλες εκθέσεις στρατηγικής υψηλού επιπέδου, το μεγάλο όραμα του προέδρου Ντράγκι αντιμετωπίζεται με πολιτικό αλλά και κυρίως οικονομικό σκεπτικισμό. Ενώ ο πρόεδρος Ντράγκι υποστηρίζει ότι οι αναγκαίες επενδύσεις θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και θα μειώσουν μακροπρόθεσμα τις πιέσεις του δημόσιου προϋπολογισμού, ορισμένοι ηγέτες της ΕΕ έχουν ήδη εκφράσει αντιρρήσεις. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, αρνήθηκε ήδη την ιδέα της χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων ή την έκδοση κοινών ομολόγων της ΕΕ. Η Γερμανία, μαζί με άλλες χώρες με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική όπως η Ολλανδία, παραμένουν επιφυλακτικές όσον αφορά τον δανεισμό τόσο μεγάλων ποσών.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι. Ποια είναι η πρακτική αξία αυτού και άλλων παρόμοιων στρατηγικών σχεδίων, αν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τα πολιτικά και κυρίως τα δημοσιονομικά μέσα για την υποστήριξή τους;
Το ζήτημα που αντιμετωπίζει η έκθεση Ντράγκι δεν είναι καινούργιο. Πολλά παρόμοια στρατηγικά σχέδια έχουν αποτύχει να εφαρμοστούν στο παρελθόν για παρόμοιους λόγους.
Το Letta report ‘Much more than a Market (2024) του Enrico Letta, που στοχεύει σε μια μελλοντική στρατηγική για την ενιαία αγορά της ΕΕ, προτείνει την προσθήκη μιας "πέμπτης ελευθερίας", με έμφαση στην καινοτομία, την εκπαίδευση και τη γνώση. Παρά την αναγνώριση της ανάγκης για επενδύσεις, δεν διαθέτει σαφές σχέδιο για το πώς αυτές θα χρηματοδοτηθούν. Επιπλέον, η πρόταση για έναν "συνασπισμό αποταμίευσης και επενδύσεων" για την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων, αν και σημαντική, δεν συνοδεύεται από έναν λειτουργικό μηχανισμό χρηματοδότησης, καθιστώντας την εφαρμογή των προτάσεων δύσκολα εφαρμόσιμη.
Η μελέτη Greece 10 Years Ahead (2012), που εκπονήθηκε από τη McKinsey & Company για την Ελλάδα, είχε ως στόχο να καθορίσει ένα μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό μοντέλο για τη χώρα. Παρά τις φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις που πρότεινε, όπως συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων η απουσία εξασφαλισμένων πηγών χρηματοδότησης υπονόμευσε σημαντικά την υλοποίησή τους. Οι αναφορές σε κονδύλια της ΕΕ και ιδιωτική χρηματοδότηση θα μπορούσαν να είναι πιο συγκεκριμένες, ενώ η οικονομική κρίση της εποχής επιδείνωσε την δυνατότητα υλοποίησης των προτάσεων.
Το Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία (2020), υπό την καθοδήγηση και ηγεσία του νομπελίστα Χριστόφορου Πισσαρίδη πρότεινε ένα ευρύ φάσμα επενδύσεων στις υποδομές, την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο. Παρά τις φιλόδοξες προτάσεις του, η απουσία συγκεκριμένων δεσμεύσεων για χρηματοδότηση περιόρισε την αποτελεσματικότητα του σχεδίου.
Αντ’ αυτού, ανέφερε μόνο τη δυνατότητα αξιοποίησης πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επιπλέον, οι προκλήσεις που προκάλεσε η πανδημία COVID-19 ενέτειναν τις δυσκολίες στην υλοποίηση των προτάσεων του προγράμματος.
Το πρόβλημα που στοιχειώνει τα στρατηγικά σχέδια αυτού του είδους είναι το χάσμα μεταξύ των οραματικών προτάσεων και της πολιτικής βούλησης και των οικονομικών μέσων για την υλοποίησή τους. Στην περίπτωση του προέδρου Ντράγκι, η έμφαση δίνεται στο κοινό χρέος της ΕΕ και στις μαζικές δημόσιες επενδύσεις, στις οποίες ανταποκρίθηκαν οι χώρες με προηγμένη δημοσιονομική πολιτική. Η ουσία του θέματος είναι πόσο πρόθυμα είναι τα κράτη μέλη να εναρμονίσουν τις δημοσιονομικές τους πολιτικές και αν είναι διατεθειμένα να αναλάβουν το συλλογικό χρέος.
Η έκθεση του προέδρου Ντράγκι προϋποθέτει επίσης ένα επίπεδο ενδοευρωπαϊκής συνεργασίας που δεν είναι πάντα πολιτικά εφικτό. Όπως έχουν δείξει προηγούμενες πρωτοβουλίες, οι χώρες ήταν απρόθυμες να εκχωρήσουν οικονομική κυριαρχία ή να συμφωνήσουν σε ένα κοινό δημοσιονομικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα η εφαρμογή να είναι αποσπασματική και ελλιπής.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι εκθέσεις στρατηγικής υψηλού επιπέδου εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του διαλόγου πολιτικής και λειτουργούν ως καταλύτης για τη συζήτηση. Με την απανθρακοποίηση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ανταγωνιστικότητα στο προσκήνιο, η έκθεση αυτή έχει ήδη πυροδοτήσει μια σημαντική συζήτηση για τον οικονομικό μετασχηματισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη, με τους ηγέτες των επιχειρήσεων, τις δεξαμενές σκέψης και τις κυβερνήσεις χωρών να ανταποκρίνονται θετικά στην ανάγκη για θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, ο αρχικός ενθουσιασμός και οι προσδοκίες που προκάλεσε η έκθεση Draghi πρέπει να συνοδεύονται από ένα ρεαλιστικό σχέδιο για την εξασφάλιση των απαραίτητων οικονομικών πόρων για τις επενδύσεις. Χωρίς σαφείς και εξασφαλισμένους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς και ισχυρή πολιτική βούληση, υπάρχει ο κίνδυνος να έχει την ίδια μοίρα με τις προηγούμενες εκθέσεις - ένα φιλόδοξο αλλά τελικά μη ρεαλιστικό όραμα για το μέλλον της Ευρώπης.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στο capital.gr στις 03/10/2024.
Προσθήκη νέου σχολίου